- στοματογαστρικός
- -ή, -ό, Νφρ. «στοματογαστρικό γάγγλιο»βιολ. νευρικό κέντρο τών καρκινοειδών που βρίσκεται στην επιφάνεια τού στομάχου και ελέγχει τις κινήσεις τών δοντιών τού γαστρικού μύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatogastric (< στόμα, -ατος + γαστρικός)].
Dictionary of Greek. 2013.